- παράβλεψη
- η / παράβλεψις, -έψεως, ΝΜΑ [παραβλέπω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβλέπωνεοελλ.εκούσια παραμέληση, αδιαφορίααρχ.1. το να κοιτάζει κανείς κάτι με κρυφό ή πλάγιο τρόπο, λοξοκοίταγμα2. περιφρόνηση, καταφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.